- αὐθάδισμα
- αὐθάδ-ισμα, ατος, τό,A act of self-will, wilfulness, A. Pr.964 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυθάδισμα — αὐθάδισμα, το (Α) [αυθαδίζομαι] ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα … Dictionary of Greek
αὐθαδίσμασιν — αὐθᾱδίσμασιν , αὐθάδισμα act of self will neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)